You are here
Home > ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ > Ονομάζεται κατοχή

Ονομάζεται κατοχή

του Ανδρέα Χριστοφή

Επειδή πιστεύουμε ακράδαντα ότι ο διάλογος μπορεί να επιφέρει ευεργετικά αποτελέσματα, θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στα επιχειρήματα που τίθενται εκ μέρους δύο καθηγητών του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου, των Γεωργίου Δεληγιαννάκη και Αντώνη Πετρίδη, σε άρθρο τους με τίτλο «Γιατί ΔΕΝ ζητάμε να ματαιωθεί ο Ιππόλυτος του ΘΟΚ στη Σαλαμίνα». Το άρθρο τους γράφτηκε με αφορμή τη συλλογή υπογραφών μέσω διαδικτύου η οποία απαιτούσε τη ματαίωση της παράστασης που προγραμματιζόταν για την Τετάρτη 28 Ιουλίου (και όπως φαίνεται θα γίνει στις 11 Σεπτεμβρίου).

Αρχικά, οι δύο καθηγητές προχωρούν σε κάποιες παραδοχές μεταξύ των οποίων και «ότι είναι πολλαπλώς προβληματικό, ίσως και ταπεινωτικό, να ζητάς την άδεια των κατοχικών δυνάμεων, για να αναδείξεις την πολιτισμική κληρονομιά του τόπου που σε γέννησε». Ακολούθως όμως παραθέτουν διάφορους λόγους για τους οποίους διαφωνούν με το συγκεκριμένο αίτημα, με την κριτική τους να ξεκινά με μια πολύ-χρησιμοποιημένη και κουραστική ρητορική περί απορριπτικής προσέγγισης, για όλους όσους διαφωνούν με αυτά που τεκταίνονται στο εθνικό μας ζήτημα. (Άραγε πότε επιτέλους θα αποβληθεί από το λεξιλόγιο μας η εμφυλιοπολεμική φρασεολογία;…).

Ως πρώτο επιχείρημα παρατίθεται η σύγκριση της θεατρικής παράστασης με τις διάφορες θρησκευτικές εκδηλώσεις «που λαμβάνουν χώρα στα κατεχόμενα εκκλησιαστικά μνημεία μας ήδη από το 2003». Και ρωτούν «Γιατί λέμε ναι στις λειτουργίες, τις λιτανείες, τα προσκυνήματα, τα τρισάγια, αλλά όχι σε μια θεατρική παράσταση; Πού ακριβώς έγκειται η διαφορά;… Γιατί τις μεν θρησκευτικές εκδηλώσεις τις επικροτούμε ή έστω τις αποδεχόμαστε, αλλά απορρίπτουμε τη συγκεκριμένη θεατρική παράσταση;»

Εδώ παρατηρείται μια ανορθολογική βάση σκέψης, αφού γίνεται μια σύγκριση δύο εντελώς διαφορετικών περιπτώσεων με σκοπό να εξισωθεί και να δικαιολογηθεί η παρουσία του Θ.Ο.Κ στη Σαλαμίνα. Και εξηγούμε: Πρώτον, γιατί θεωρούν ως δεδομένο ότι όσοι διαφωνούν με την παράσταση στο θέατρο της Σαλαμίνας, επικροτούν ή έστω αποδέχονται τις θρησκευτικές εκδηλώσεις; Και δεύτερον, οι λειτουργίες στις εκκλησίες μας (αν και πρόκειται για τουριστικοποίηση της προσφυγιάς), δεν μπορούν να συγκριθούν με την παρουσία του ίδιου του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και μάλιστα ως επίσημου προσκεκλημένου(!) στο κατεχόμενο έδαφος του κράτους του οποίου ηγείται, με τις κατοχικές(!) δυνάμεις ασφαλείας για προστασία. Η πρώτη γίνεται ανεπίσημα από το λαό και η δεύτερη επίσημα από την Κυπριακή Δημοκρατία. Αν δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή η ασυμβατότητα μεταξύ των δύο, τότε κάτι πάει λάθος. Συνεπώς το πρώτο επιχείρημα είναι αβάσιμο.

Στη συνέχεια παραθέτουν ως δεύτερο επιχείρημα ότι «Η ματαίωση της παράστασης δεν είναι ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος αντίδρασης…αν το ψήφισμα στοχεύει να αναδείξει τις αντιδεοντολογικές η/και παράνομες συμπεριφορές των κατακτητών». Συμφωνούμε αλλά αυτό που θα έπρεπε να γίνεται από τη νόμιμη κυβέρνηση σε όλα τα επίπεδα, το έχουν αναλάβει προ πολλού οι απλοί πολίτες. Δυστυχώς το ίδιο το κράτος στην καλύτερη περίπτωση θεωρεί ότι θα εξευμενίσει το θηρίο. Ως συνέχεια του επιχειρήματος τους υποστηρίζουν ότι «Μόνο και μόνο η επιστροφή στον σεπτό χώρο του αρχαίου θεάτρου ενός νόμιμου θεσμού της κυρίαρχης και διεθνώς αναγνωρισμένης Κυπριακής Δημοκρατίας συνιστά ισχυρή χειρονομία διεκδίκησης της νομιμότητα». Ως προς αυτό λοιπόν, πολύ αμφιβάλλουμε εάν μία θεατρική παράσταση είναι αυτή που θα αναδείξει την παράνομη συμπεριφορά του κατακτητή και ως εκ τούτου περισσότερο αμφιβάλλουμε εάν η εικόνα του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας να κάθεται δίπλα στον ηγέτη του κατοχικού καθεστώτος, θα συγκινήσει την διεθνή κοινότητα.

Όμως το πιο εξωφρενικό στοιχείο της επιχειρηματολογίας τους είναι αυτό που παραθέτουν πιο κάτω, δηλαδή ότι «πρόκειται για λαμπρή ευκαιρία να αναδειχθούν οι αδικίες και οι παρανομίες και να εξασφαλιστεί η συνεργασία του κατοχικού καθεστώτος με σκοπό την αποκατάστασή του. Εμείς δεν μπορούμε να συνεργαστούμε με το κατοχικό καθεστώς, γιατί ανήκουμε σε αυτούς τους δήθεν τρελούς που θέλουν τη διάλυση και την εκδίωξη της κατοχής.

Ως τρίτο επιχείρημα παρατίθεται το εξής «Πάνω από όλα, όμως, δεν υπογράφουμε το ψήφισμα, διότι δεν πιστεύουμε ότι εξυπηρετεί τα καλώς νοούμενα του κυπριακού λαού, τις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού Προβλήματος και το μέλλον των παιδιών μας σε αυτό τον τόπο η ναρκοθέτηση ειλικρινών προσπαθειών, που σκοπό έχουν να αναδείξουν τα στοιχεία που ενώνουν τις δύο κοινότητες». Η ναρκοθέτηση όμως τυγχάνει να μην βρίσκεται στις ειλικρινείς προσπάθειες αλλά κατά μήκος της γραμμής αντιπαράταξης.

Επιπλέον προσθέτουν «Ας δούμε τα γεγονότα ως ευκαιρίες παρά ως εμπόδιο, ως απειλή, ως προσβολή ή ως εκδήλωση μιας σκοτεινής συνωμοσίας». Εμπόδιο βέβαια είναι οι «απορριπτικοί» και όχι η απαγόρευση ανασκαφών από το κατοχικό καθεστώς στο τμήμα αρχαιοτήτων. Απειλή είναι οι «λυσοφοβικοί» και όχι οι 40 χιλιάδες κατοχικού στρατού. Προσβολή είναι οι «διχοτομιστές», και όχι η σημαία στον Πενταδάκτυλο. Και τελειώνουν με το εξής: «Οραματιζόμαστε τα αρχαία μνημεία ως τους καταλύτες της δικοινοτικής συνεργασίας». Εμείς πάντως, οι δήθεν απορριπτικοί οραματιζόμαστε να επιστρέψουμε ελεύθεροι (και όχι τουρίστες, ή δήθεν εν δυνάμει αποκαταστάτες της νομιμότητας, σε συνθήκες κατοχής) στα αρχαία μας μνημεία. Στη γη μας.

Top