Του Χρίστου Λοΐζου
Αφού αποφασίστηκε η μείωση της στρατιωτικής θητείας, σε πρόσφατες δηλώσεις του ο Υπουργός Άμυνας κ. Φωκαΐδης έσπευσε να μας διαβεβαιώσει πως με τη «λύση» του Κυπριακού (που έρχεται σύντομα, όπως μας είπαν Αναστασιάδης, Ακιντζί, Ερντογάν) δεν θα υπάρχει καθόλου θητεία.
Συγκεκριμένα, ο κ. Φωκαΐδης ανέφερε πως το Υπουργείο Άμυνας είναι πρόθυμο να προσαρμοστεί στην κατάσταση μετά τη λύση, ότι κανένα στέλεχος της Ε.Φ. δεν θα μείνει στον δρόμο, ενώ μίλησε και για συγκρότηση Μικτού Επαγγελματικού Ομοσπονδιακού Στρατού μετά την επίτευξη της «λύσης». Και φυσικά χαϊδεύτηκαν και πάλι τα αυτιά εκείνων που ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν για τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της Άμυνας, παρά μόνο για το πώς θα μειωθεί η θητεία και το πώς θα απαλλαγούν οι ίδιοι και τα παιδιά τους. Ίσως όμως μια αναδρομή στις μεταζυριχικές εξελίξεις του ’60 μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε κατά πόσο πρέπει να μας χαροποιεί μια τέτοια δήλωση.
Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1959 προέβλεπαν τη δημιουργία Κυπριακού Στρατού μικτής συγκρότησης. Ενός επαγγελματικού στρατεύματος επανδρωμένου από 2.000 στελέχη, εκ των οποίων το 60% Ε/κ και το 40% Τ/κ, ο οποίος μαζί με την ΕΛΔΥΚ, την ΤΟΥΡΔΥΚ και τη Βρετανία θα ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αρχηγός του Κυπριακού Στρατού ορίστηκε ο υποστράτηγος ε.α. Μενέλαος Παντελίδης και υπαρχηγός ο ταξίαρχος ε.α. Hüsamettin Tanyar.
Η σύγκρουση, όμως, και στο εν λόγω ζήτημα δεν άργησε καθόλου να έρθει. Η ελληνική πλευρά επέμενε το στράτευμα να είναι ολοκληρωτικά μικτό, όπως προνοούσε η Συνθήκη Συμμαχίας, ενώ οι Τ/κ υποστήριζαν πως οι μονάδες μέχρι το επίπεδο του Λόχου έπρεπε να είναι χωριστές. Οι Τ/κ επέμεναν στις θέσεις τους, προβάλλοντας ως επιχείρημα τη δυσλειτουργικότητα που θα προκαλούσε η διαφορετική γλώσσα, οι διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις και η δυσκολία επιβολής της πειθαρχίας. Επέμεναν επίσης στην πρόνοια του συντάγματος η οποία προέβλεπε τη στάθμευση μονάδων του στρατού στελεχωμένες από μια κοινότητα μόνο σε περιοχές κατοικημένες αμιγώς απο άτομα της εν λόγω κοινότητας. Πρόνοια, όμως, που σε συνδυασμό με τη χωριστή συγκρότηση των Λόχων, θα ευνοούσε τις ενέργειες που είχαν αρχίσει ήδη με την ίδρυση της TMT για εκπαίδευση Τ/κ παρακρατικών από αξιωματικούς του τουρκικού στρατού.
Παρ’ όλες τις διαφωνίες, η Βουλή ενέκρινε τον νόμο για τη μικτή σύσταση των Ταγμάτων σύμφωνα με τις ελληνικές θέσεις, έτσι ο αντιπρόεδρος Φαζίλ Κουτσιούκ ανέπεμψε την απόφαση στο Υπουργικό, η αναπομπή του απορρίφθηκε και ακολούθως προχώρησε για πρώτη φορά στη χρήση του δικαιώματος της αρνησικυρίας που του παρείχε το σύνταγμα. Αποτέλεσμα ήταν μια δημόσια σύγκρουση δηλώσεων μεταξύ Μακαρίου-Κουτσιούκ, με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο τελικά να δηλώνει ότι κάτω από αυτές τις περιστάσεις δεν πρέπει να προχωρήσει η σύσταση στρατού 2.000 ανδρών όπως προέβλεπε το σύνταγμα.
Ως αποτέλεσμα, ο Κυπριακός Στρατός αδυνατούσε να καταστεί ικανός να υπερασπιστεί την εδαφική ακεραιότητα του κράτους. Η δύναμή του, μέχρι και τα τέλη του 1963, δεν ξεπέρασε τα 380 άτομα, αφήνοντας έτσι τα θέματα ασφάλειας των Κυπρίων εξ ολοκλήρου στις εγγυήτριες δυνάμεις και τον ΟΗΕ. Ο συνεχής εξοπλισμός της ΤΜΤ από την Άγκυρα, η μυστική έλευση Τούρκων αξιωματικών στην Κύπρο για εκπαίδευση των Τ/κ και οι αποσχιστικές κινήσεις στις οποίες προχωρούσαν βάσει σχεδίου έκαναν επιτακτική την ανάγκη ασκήσεως του διακιώματος της αυτοάμυνας από τους Ε/κ. Γι’ αυτό και η πολιτική ηγεσία έδωσε το πράσινο φως για τη δημιουργία της οργάνωσης ΑΚΡΙΤΑΣ, όπου συμμετείχαν εθελοντές πολίτες και πολλοί αξιωματικοί του Κυπριακού Στρατού και είχε ενεργό ρόλο στις μετέπειτα ταραχές.
Η ουσιαστική αμυντική θωράκιση της Κύπρου έναντι στις τουρκικές απειλές ήρθε το 1964 με την ίδρυση της Εθνικής Φρουράς, την επιστροφή του Στρατηγού Γεωργίου Γρίβα Διγενή και την αποστολή της Ελληνικής Μεραρχίας. Στο διάστημα 1964-67 εκπονήθηκαν και υλοποιήθηκαν σχέδια άμυνας τα οποία θωράκισαν σε σημαντικό βαθμό το νησί, λειτούργησαν ως αποτρεπτική ισχύς απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό, αλλά αποτέλεσαν και ουσιαστικό μοχλό πίεσης στις τότε συνομιλίες και προσπάθειες εξεύρεσης λύσης.
Έχουμε δει, λοιπόν, πως στην περίπτωση της Κύπρου ο Μικτός Επαγγελματικός Στρατός δοκιμάστηκε και απέτυχε. Πόσο μάλλον τώρα που η Τουρκία διεκδικεί πιο ουσιαστικό ρόλο, ενώ το εν λόγω θέμα είναι άμεσα επηρεασμένο από άλλα προβλήματα στα οποία δεν έχει βρεθεί ακόμη λύση, όπως ο εποικισμός, το περιουσακό κτλ. Αντίθετα, με ικανή στρατιωτική ηγεσία, πρόθυμο προσωπικό και ουσιαστική συμβολή της Ελλάδας, καταφέραμε ως κράτος να έχουμε την ικανότητα αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος της αυτοάμυνας, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 51 του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ (για τους οπαδούς της αποστρατικοποίησης). Μέλημά μας, λοιπόν, πρέπει να είναι η αποτελεσματική αναβάθμιση των σημερινών ενόπλων μας δυνάμεων, αφού πρέπει να αποτελούν αναμφίβολα μοχλό πίεσης στις συνομιλίες και να εμπνέουν ασφάλεια στον πολίτη, καθώς και ουσιαστικές στρατηγικές κινήσεις με ενεργό ρόλο της Ελλάδας (επαναλειτουργία Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος).
Η Τουρκία αποδεικνύει συνεχώς την αναξιοπιστία και την εμμονή της στους πάγιους επεκτατικούς στρατηγικούς στόχους της. Δεν θέλουμε ένα στράτευμα έρμαιο σε πολιτικές σκοπιμότητες, δυσλειτουργικό και πιθανώς ανίκανο να ανταποκριθεί στην οποιανδήποτε πρόκληση. Στα θέματα ασφάλειας δεν χωρούν ούτε υποχωρήσεις ούτε επικοινωνιακά παιχνίδια ούτε επιπόλαιες δηλώσεις.