You are here
Home > ΑΠΟΨΕΙΣ > Να γιατί δεν λησμονούμε τα χωριά μας

Να γιατί δεν λησμονούμε τα χωριά μας

Της Ιλιάνας Κουλαφέτη

Το σπίτι που γεννήθηκα
κι ας το πατούν οι ξένοι
στοιχειό είναι και με προσκαλεί·
ψυχή, και με προσμένει.
Κ.Παλαμάς

Η χθεσινή εκδήλωση στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο «Ένα Ταξίδι: Το Κάρμι, το Τριμίθι και ο Άης Γιώρκης» πραγματοποιήθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία σε μία κατάμεστη από πρόσφυγες και μη, αίθουσα. Η εκδήλωση αποτελείτο από ομιλίες των κοινοταρχών των κατεχομένων μας χωριών και την προβολή ενός ντοκιμαντέρ για την ιστορία τους, τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις μνήμες των κατοίκων τους.

Η μητέρα μου κατάγεται από το Κάρμι. Σκαρφαλωμένο στον Πενταδάκτυλο κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Αγίου Ιλαρίωνα, το Κάρμι κι όχι Καραμάν, είναι ένα χωριό παραμυθένιο. Δεν βρίσκεται στη Northern Cyprus αλλά στην Κατεχόμενη Κύπρο. Δεν έχω μνήμες, δεν το χω’ ζήσει, δεν το αγαπάω βιωματικά, αλλά ήταν αρκετές όλες οι ιστορίες που άκουγα από τη μάνα μου και τους συγγενείς της, κάθε φορά που καθόμασταν στο τραπέζι, για να το αγαπήσω και να το κατοχυρώσω ως «χωριό μου». Και χωρίς να το χω ζήσει έμαθα· πως είναι γεμάτο χαρουπιές, μοσχομυρισμένες λεμονιές, αμυγδαλιές, καταπράσινο και πολύχρωμο από τα λουλούδια. Πως είναι χωμένο βαθιά στο βουνό, όμως η θάλασσα της Κερύνειας δεν είναι τόσο μακριά, και τα καλοκαίρια φάνταζαν μόνο μαγικά. Πως όλοι οι κάτοικοι μαζί μάζευαν χαρούπια και φτιάχναν παστέλια κι άλλα τόσα γλυκά. Πως η μοναδική του αρχιτεκτονική, με τους κατάλευκους ασβεστωμένους τοίχους και τα γαλάζια παράθυρα το καθιστούσε ακόμη πιο όμορφο, ακόμη πιο ελληνικό. Πως τα απογεύματα της μητέρας μου ήταν όμορφα όλες τις εποχές. Το χειμώνα μπροστά στο τζάκι, το καλοκαίρι στην αυλή. Πως το διάβασμα κάτω από τις ανθισμένες αμυγδαλιές το φθινόπωρο ήταν μια ζηλευτή συνήθεια. Πως η μητέρα μου ακόμη αναπολεί εκείνα τα απογεύματα.

Βρέθηκα ανάμεσα σε πρόσφυγες που αναπολούν τα απογεύματά τους εξίσου σε ένα έντονα φορτισμένο κλίμα. Δεξιά και αριστερά μου με το πέρας της εκδήλωσης πρόσωπα βουβά και δακρυσμένα αλληλοκοιτάζονταν σαν να ‘λεγαν «και τώρα;» με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ο Πενταδάκτυλος μας ρωτάει «και λοιπόν;». Το αίτημά τους ήταν ξεκάθαρο απ’ άκρη σ’ άκρη μέσα στην αίθουσα: Δίκαιη λύση, επιστροφή, αποκατάσταση. «Να μας δώσουν πίσω τις ζωές μας αυτοί που τις σταμάτησαν το ‘74» ακούω μία κυρία παραδίπλα. Ντράπηκα. Τι μπορούσα να πω σε ανθρώπους που βίωσαν τον πολεμο και έχασαν τα σπίτια τους; Τι μπορούσα να πω τη στιγμή που βίωναν ξανά από την αρχή την απώλεια και τον εφιάλτη του ’74; Πώς να παρηγορήσω την Καρμιώτισσα μητέρα μου; Να τους πω πως σαράντα τόσα χρόνια «είναι πολλά» και πρέπει να «ξεκολήσουμε» και να κοιτάξουμε το τώρα; Ή να τους πω αναίσχυντα πως «τώρα είναι η ώρα για λύση, η πιο επιτακτική, πως αν δεν το λύσουμε τώρα δεν θα το λύσουμε ποτέ;». Ας έρθουν αυτές τις στιγμές οι «εραστές της ΔΔΟ» για να τους ονομάσουν λυσοφοβικούς και απορριπτικούς προβάλλοντας αναίσχυντα τον «πολιτικαλκορεκτισμό» τους. Να τους καλέσουν σε επαναπροσεγγιστικές φιέστες εκεί στην πράσινη γραμμή και να τους κεράσουν τη ζιβανία της υποτιθέμενης ειρήνης, ασκώντας την πολιτιστική τους προπαγάνδα μέσα από θέατρα «χωρίς σύνορα», μπαλόνια και κοκτέιλ.

Δεν θα λησμονήσουμε τα χωριά μας. Δεν θα θυσιάσουμε το «Δεν Ξεχνώ» στη “sacra conversazione” των συνομιλιών. Δεν μπορούμε, δεν θέλουμε και δεν θα το κάνουμε. Πολιτικοί δεν είμαστε για να προτείνουμε την τέλεια μορφή λύσης. Έτσι κι αλλιώς δεν είναι δική μας δουλειά αυτό. Ξέρουμε όμως πως σαράντα τόσα χρόνια κατοχής δεν είναι «πολλά» κι όσο δεν σβήνει η απογοήτευση από το βλέμμα των γονιών μας θα επιμένουμε στα αυτονόητα. Άμεση επιστροφή όλων των προσφύγων ανεξαιρέτως, λύση βασισμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα, αξιοπρεπή και δίκαιη. Να αξιωθούμε να περπατήσουμε κρατώντας τους δικούς μας από το χέρι στα στενά Καρμιού, της Γιαλούσας, της Τύμπου, του Καραβά, της Κώμας του Γιαλού, του Άγιου Αμβρόσιου, της Μόρφου και να καταλήξουμε στο όμορφο λιμανάκι της Κερύνειας. Να λειτουργηθούμε ελεύθεροι στον Απόστολο Αντρέα μακρυά από τα σύμβολα του Αττίλα, να βιώσουμε τα μακρόσυρτα καλοκαίρια του τόπου μας στον Άγιο Γεώργιο, να ανακουφίσουμε τον Πεντάδακτυλο από το βάρος του Τούρκου, να ισιώσουμε τους σταυρούς και θα ανάψουμε τα καντηλάκια των γιαγιάδων μας.

Λέγεται Κάρμι και όχι Καραμάν, Μόρφου και όχι Γκιουζέλιουρτ, Τρίκωμο και όχι Ισκελέ, Κερύνεια κι όχι Γκιρνέ. Και θα ευτυχήσουμε φίλε μου να περπατήσουμε στα στενά τους πάλι. Και θα ευτυχήσουμε και θα κρατήσουμε και τις ελπίδες μας ζωντανές. Γιατί χρωστάμε τα όμορφα απογεύματα στις μανάδες μας. Γιατί όντως, «δεν μας ταιριάζουν άλλες χώρες». Γιατί σε πείσμα των προσφυγοφάγων που μανιωδώς προσπαθούν να μας μεταπείσουν πως βάσει νόμων δεν είμαστε πρόσφυγες, όπως είπες «είμαστε όλοι πρόσφυγες κι είναι κοινώς αποδεκτό στις παρέες μας, κοιτάμε ο ένας τον άλλο και, χωρίς τσιμουδιά το παραδεχόμαστε».

Κάρμι μου δεν λησμονούμε. Θα επιστρέψουμε.

Top