του Αλέκου Μιχαηλίδη
Ένα «όχι» που βγήκε από μια βαθιά πεποίθηση είναι πολύ καλύτερο –και πιο μεγαλειώδες– από ένα «ναι» που ειπώθηκε για να ευχαριστήσει ή, χειρότερα, για να αποφύγει φασαρίες.
ΓΚΑΝΤΙ
Είχαμε γράψει τις προάλλες για την πρόεδρο της Γ.Ο. ΔΗΣΥ και το περίφημο «Είναι είτε τώρα ή ποτέ!» της για τη λύση του Κυπριακού. Φαίνεται πως η τακτική των εκβιασμών για τη «λύση» προωθείται από την ίδια την κυβέρνηση Αναστασιάδη.
Ο ίδιος ο Πρόεδρος, λοιπόν, σημείωνε μετά από ερώτηση κατά την ομιλία του στο Συμβούλιο Παγκόσμιων Υποθέσεων του Σικάγο: «Αν οι διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό τερματιστούν εξαιτίας της ελληνοκυπριακής πλευράς, το επόμενο βήμα θα είναι η αναγνώριση του ψευδοκράτους», για να επιβεβαιώσει αυτό που γράφαμε τις προάλλες: «Καθίσταται πλέον προφανές ότι η τρομοκρατία κι οι εκβιασμοί που εμφανίστηκαν πριν το σχέδιο Ανάν (θυμόμαστε τα περί απομόνωσης, μικρασιατικής καταστροφής, οικονομικής κατάρρευσης κτλ.) κάνουν την επανεμφάνισή τους».
Αυτό που διακυβεύεται στην προκειμένη περίπτωση (δηλαδή με το κλίμα φόβου που δημιουργείται εν όψει, ας πούμε, «δημοψηφίσματος») δεν είναι ούτε η δημοκρατικότητα του Προέδρου και της κυβέρνησης ΔΗΣΥ ούτε το πώς αντιμετωπίζονται οι πολίτες που διατηρούν επιφυλάξεις για τη μορφή λύσης που σχεδιάζουν. Το ζήτημα είναι αν ο Πρόεδρος και όσοι διατηρούν μια τέτοια τρομοκρατική ρητορική θεωρούν τους Ελληνοκύπριους τόσο ηλίθιους, ώστε να πειστούν ότι αν δεν υπάρξει συμφωνία επί των διαπραγματεύσεων, θα βγουν οι κροκόδειλοι από τους υπονόμους και θα αρχίσουν να τρώνε τα παιδιά τους.
Περιττό να σημειώσουμε ότι όταν κάποιοι μιλούν για τους υπαρκτούς κινδύνους της ΔΔΟ, για τη διαιώνιση της κατοχής, για την αναγνώριση του ψευδοκράτους (υπό τη μορφή της τ/κ συνιστώσας πολιτείας), για τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων της εισβολής, δαχτυλοδείχνονται ως κινδυνολόγοι και ολετήρες του καλού κλίματος. Να θυμίσουμε όμως τη δήλωση του κ. Αναστασιάδη στις 22 Ιουλίου ενώπιον Κερυνειωτών στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας: «Δεν είναι δυνατόν ή νοητό να εφευρίσκουμε φανταστικούς κινδύνους ως εάν κάποιοι τους γνωρίζουν ενώ κάποιοι τους αγνοούν».
Εύλογα δημιουργείται η εξής απορία: Είναι φανταστικός κίνδυνος η αναγνώριση του ψευδοκράτους, είτε αν δεν υπάρξει λύση είτε αν υπάρξει λύση στη βάση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας; Η αναβάθμιση του ψευδοκράτους σε τ/κ συνιστώσα πολιτεία και η υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ε/κ συνιστώσα πολιτεία είναι φανταστικός κίνδυνος που «άλλοι εφευρίσκουν»; Ιδού η απορία.
Οφείλει, επομένως, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης (και όσοι ακολουθούν την πολιτική του ευφυΐα) να σκεφτεί δυο και τρεις φορές την τακτική που πρέπει να ακολουθήσει ως προς τις απειλές που πετά σε έναν λαό, ο οποίος είναι καταδικασμένος να εκβιάζεται τόσες χιλιάδες χρόνια. Οφείλει επιτέλους να σκεφτεί ποιος είναι το θύμα και ποιος ο θύτης της εισβολής, προτού εμφανιστεί με ύφος σοφού γέροντα και αναφερθεί σε αναγνώριση του ψευδοκράτους, λες και ό,τι γίνεται ως τώρα δεν οδηγεί στην έμμεση αναγνώριση. Οφείλει να κάνει την αυτοκριτική του και να μην παρουσιάζεται χαιρέκακα ενώπιον του λαού, αποδεικνύοντας πως περιμένει πώς και πώς τη στιγμή που θα ξεστομίσει τη φράση «σας τα ’λεγα εγώ».
Και εν τέλει, δεν κατανόησαν τόσα χρόνια (όσοι επενδύουν στην τρομοκρατία) πως δεν περνούν αυτά σε μια κοινωνία που απειλείται τόσα χρόνια με «απομόνωση», «μικρασιατική καταστροφή», «διχοτόμηση», «κατάρρευση» και τόσα άλλα, ενώ το μόνο που θέλει, ρητά και σαφέστατα, είναι να μην την εμποδίζουν να βαδίζει, να μην την αλυσοδένουν; Αυτό που χρειάζεται να κάνει, ειδικά ο Πρόεδρος, είναι να μην επενδύει στον «φόβο» σαν άλλος Αλ Καπόνε, γιατί «ο φασισμός αρχίζει με τη σκέψη ότι όλοι οι άλλοι είναι ανόητοι», όπως θα επαναλάμβανε ο Πωλ Βαλερύ. Είναι ανάγκη επιτακτική, για τον ίδιο τον Πρόεδρο Αναστασιάδη και για όσους αξιώνουν μια «λύση» κούφια και εφήμερη, να αναθεωρήσουν τις τακτικές τους, γιατί η «μεγάλη αναταραχή», που θα ’λεγε κι ο Μάο, οδηγεί σε μια «θαυμάσια κατάσταση», όχι όμως για όλους…