You are here
Home > ΑΠΟΨΕΙΣ > Ποια μνήμη και ποια ειρήνη μας συμφέρει;

Ποια μνήμη και ποια ειρήνη μας συμφέρει;

Της Ιλιάνας Κουλαφέτη

Λαός που ξεχνά την Ιστορία του, είναι  λαός που πεθαίνει. Είναι απλό. Και είναι ακόμη πιο απλό να επιλέγουμε ποια μνήμη θα διατηρούμε, ποια μνήμη θα γιορτάσουμε, ποια μνήμη θα καταδικάσουμε και ποια θα κατασκευάσουμε. Ποια μνήμη είναι καλή, ποια κακή, ποια μας απειλεί και ποια δημιουργεί προβλήματα. Καμιά. Η μνήμη ενός λαού, ενός τόπου, μιας κοινωνίας, η ιστορική μνήμη είναι απαραίτητη. Είναι το οξυγόνο μας, είναι η απαραίτητη ουσία στον εγκέφαλο μιας ολόκληρης κοινωνίας που θέλει να προχωρά και να μάχεται, να ξέρει, να γνωρίζει, να κρίνει, να αποφασίζει, να επιλέγει.

Η τροπολογία της Βουλής για μνημόνευση του Ενωτικού Δημοψηφίσματος άνοιξε τον ασκό του Αιόλου και πλέον όλοι από γύρω πνέουν τα μένεα για την «εθνικιστική» – «φασιστοειδή» – «αχρείαστη» απλή μνημόνευση ενός γεγονότος. Γιατί περί αυτού πρόκειται κι ας οργιάζουν στα δημοσιογραφικά πάνελ οι πολιτικοί αναλυτές (sic!) και οι κάθε λογής δημοσιογράφοι. Δεν είναι ένας εορτασμός, δεν είναι αφορμή για παρέλαση, δεν είναι καν αφορμή για σχολική εκδήλωση. Είναι μία μνημόνευση. Μία δεκαπεντάλεπτη, φαντάζομαι, αναφορά στο τι έγινε, γιατί έγινε και πώς έγινε σε μία σχολική τάξη.

Μία απλή αναφορά και μία μνημόνευση για να μάθουν οι μαθητές πως ένας ολόκληρος λαός (ναι ολόκληρος) απαίτησε, κινητοποιήθηκε, έδρασε, ξεσήκωσε και δημιούργησε. Να μάθουν πως τίποτα δεν είναι ουτοπία όταν σε κάνει να αναπνέεις. Να ζεις. Να έχεις ηθική. Να έχεις σκοπό και όραμα. Να καταλάβουν οι μαθητές, πως η αξιοπρέπεια ενός συνόλου δεν μπορεί να είναι καταστροφική. Και ούτε εξισώνεται με τις ιμπεριαλιστικές ονειρώξεις ενός αδηφάγου κράτους εις βάρος άλλων.

Γράφει ο κ. Λεβέντ και επιμένει, να μην ξεχάσουμε τη συζήτηση γύρω από το Ενωτικό Δημοψήφισμα. Και γράφει σωστά. Να μην την ξεχάσουμε τη συζήτηση, να συνεχίσουμε. Γράφει κι αναρωτιέται γιατί ο «ηγέτης των Ελληνοκυπρίων κ. Αναστασιάδης», δεν επιμένει στις αναφορές του περί 20ης Ιουλίου και πώς οι ευαισθησίες του πήγαν περίπατο; Ως εδώ καλά. Πολύ καλά για την ακρίβεια.

Ωστόσο, αλλάζει ρότα. Και το κείμενο μετατρέπεται από ένα κείμενο ευαισθησιών σε μία άνευ ουσίας εξίσωση. Προτείνει λοιπόν οι Ελληνοκύπριοι να καταργήσουν την απόφαση για Ένωση και εμείς να καταργήσουμε τους εορτασμούς της 20ής Ιουλίου. Ας σταθούμε εδώ. Στην εξίσωση δηλαδή του Ενωτικού Δημοψηφίσματος – μίας αν μη τι άλλο δημοκρατικής διαδικασίας, τη δεκαετία του ΄50, όταν το αίτημα για Ένωση με τον εθνικό κορμό αποτελούσε κοινό τόπο όλων των ελληνικών περιοχών. Ή μάλλον όταν το αίτημα για εθνική ενοποίηση είχε ήδη ξεκινήσει ως ιδέα, ως κίνημα, ως κύμα από την Ευρώπη του 19ου αιώνα. Όταν το αίτημα για εθνική ενοποίηση δεν σκότωνε κανένα. Δεν έσφαζε, δεν βίαζε, δεν προσφυγοποιούσε, δεν προσέβαλλε, δεν αιχμαλώτιζε. Όταν το δημοψήφισμα απλά αποτελούσε τη φωνή ενός λαού που συλλογικά είχε αποφασίσει πως αυτό θα ήταν το μέλλον του. Αυτό επιθυμούσε, αυτό έκρινε ως σωστό. Αυτοί το ‘ξέραν καλύτερα. Όχι εμείς.

Από την άλλη η εισβολή της 20ης Ιουλίου στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού, εκεί στο Βορρά που ακόμα αιμορραγεί, βίασε, αιχμαλώτισε, προσφυγοποίησε, έσφαξε. Ήρθε κι έμεινε. Και γέννησε το τέρας στον Πενταδάκτυλο και γέννησε και μία ανύπαρκτη Δημοκρατία. Και έσφαξε ακόμη περισσότερο την αξιοπρέπειά μας και τώρα γυρευόμαστε να εξισώσουμε τα άνισα. Μία αναφορά σε μία σχολική αίθουσα με το πανηγυριώτικο ύφος των εορτασμών μίας δολοφονικής πολεμικής εισβολής.

Και συνεχίζει να καταργηθούν τόσο οι εορτασμοί της ΕΟΚΑ όσο και οι εορτασμοί της ΤΜΤ.  Εξισώνοντας δηλαδή τον καθολικό αγώνα και πάλι ενός λαού για Απελευθέρωση – Αυτοδιάθεση – Ένωση με τη δράση μίας τρομοκρατικής οργάνωσης που διαλαλούσε «Ταξίμ». Που διαλαλούσε διχοτόμηση πολύ πριν το ΄63. Και το ’67. Που γενικά προωθούσε αυτό που έφτιαξε σήμερα: το ψευδοκράτος.

Και καταλήγει: Να μνημονεύουμε όλοι μαζί όλους τους νεκρούς μας, που χάσαμε μέχρι σήμερα κατά τις αιματηρές συγκρούσεις. Να τους μνημονεύουμε, βεβαίως. Να κηδεύομε τους αγνοούμενους μας όλους ανεξαρτήτως εθνικότητας, βεβαίως και πάλι. Να καταθέτουμε λουλούδια και να μαχόμαστε για την ειρήνη. Με αξιοπρέπεια όμως. Με διατήρηση της μνήμης. Με παραδείγματα από το παρελθόν. Τότε που όντως ο δρόμος της κυπριακής ειρήνης, περνούσε μέσα από τα λόγια του Μάτση: «Να γιατί δεν νοιάζομαι αν τη γη αυτή τη ζουν Τούρκοι, Έλληνες, Εβραίοι… Εκείνο που έχει αξία είναι να τη ζουν αυτοί που την ποτίζουν με τον ιδρώτα τους και να περπατούν πάνω της ελεύθεροι, διαφεντευτές της, κυρίαρχοί της».

Μαζί να μνημονεύσουμε κ. Λεβέντ τους νεκρούς μας. Μαζί να βρούμε και τους αγνοούμενους. Μαζί να μνημονεύσουμε τους κοινούς εργατικούς αγώνες των μεταλλωρύχων, μαζί και το Ενωτικό Δημοψήφισμα. Μαζί να μνημονεύσουμε τους Μισαούλη, Καβάζογλου, μαζί και τον Θεόφιλο Γεωργιάδη. Μαζί να καταδικάσουμε την εισβολή, μαζί να απαιτήσουμε ελευθερία. Μαζί να φέρουμε και την ειρήνη. Μία ειρήνη που δεν θα έλθει μέσα από εκβιασμούς και απειλές, για να είναι πραγματική. Να έχει βάθος. Να έχει αξία. Την ειρήνη που θα σέβεται με νηφαλιότητα τη διατήρηση της μνήμης.

Ή, καλύτερα, να λησμονήσουμε και να απεμπολήσουμε την ειρήνη που χτίζεται στα μέτρα της Τουρκίας. Μαζί. Γίνεται;

Top