You are here
Home > ΑΠΟΨΕΙΣ > Μια αφήγηση για το «Θερινό Σχολείο Ειρήνης και Συγκρούσεων»

Μια αφήγηση για το «Θερινό Σχολείο Ειρήνης και Συγκρούσεων»

Της Μαρίας Χριστοδούλου

Μεταξύ της 19ης και 31ης Ιουλίου, πραγματοποιήθηκε εκ μέρους του τμήματος Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών Πανεπιστημίου Κύπρου, το 2ο Διεθνές Θερινό Σχολείο Ειρήνης και Συγκρούσεων. Οι εργασίες έλαβαν χώρα στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Παν. Κύπρου, στο οδόφραγμα της οδού Λήδρας, καθώς και στο Σπίτι της Συνεργασίας το οποίο στεγάζεται στη νεκρή ζώνη, στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλλας –συνειδητά αναφέρουμε που στεγάστηκαν οι εργασίες για λόγους που θα αναλυθούν πιο κάτω.

Ούσα ιστορικός, εξέλαβα τις εργασίες του Θερινού Σχολείου από μία εντελώς διαφορετική οπτική γωνία σε σχέση με τους υπόλοιπους συμμετέχοντες μεταξύ των οποίων αρχιτέκτονες, κοινωνιολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες, ανθρωπολόγοι κ.ο.κ. Ο τρόπος προσέγγισής μου ήταν ξεκάθαρα επηρεασμένος από τις ιστορικές μου γνώσεις όπως επίσης κι από τον τρόπο με τον οποίο έχω διδαχθεί να αναλύω τις πηγές όπως αυτές διατίθενται αυτούσιες.

Είχα την ευκαιρία, λοιπόν, να παρατηρήσω και να αξιολογήσω την ιστορία από διαφορετικά επιστημονικά πεδία, καθώς και να εντάξω σε ευρύτερο πλαίσιο την κυπριακή ιστορία που έχω ήδη μελετήσει. Μία πρώτη παρατήρηση λοιπόν, είναι πώς έννοιες όπως «ειρήνη» και «πόλεμος» γίνονται αντιληπτές από ανθρώπους της ηλικίας μας με σαφώς διαφορετικό εκπαιδευτικό υπόβαθρο και πώς οι ίδιοι τις εντάσσουν στο ευρύτερο πλαίσιο του Κυπριακού Προβλήματος.

Στις 20 Ιουλίου («ε, και;»), το πρόγραμμα περιλάμβανε ξενάγηση στην κατεχόμενη Λευκωσία.

Παρατήρηση: Κανένας από τους συμμετέχοντες (καθηγητές ή φοιτητές) δε μίλησε για τουρκική εισβολή ή κατοχή των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αντ’ αυτού μιλούσαμε για στρατιωτική επέμβαση και τον απροσδιόριστο «Βορρά».

Κατά την επίσκεψή μας στο Διεθνές Αεροδρόμιο Λευκωσίας, επί του παρόντος βρισκόμενο στη νεκρή ζώνη, ο Σλοβένος επικεφαλής των στρατιωτικών της UNFICYP είχε την «ευγένεια» να μας ξεναγήσει στον τόπο μας. Συνεπαρμένος – μάλλον από το μομέντουμ κι αυτός – παρ’ ολίγο να ξεστομίσει τη φράση τουρκική εισβολή, όταν μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου έκανε «σωστή» διαχείριση του ενδεχόμενου παραληρήματος που επρόκειτο να συμβεί, επιλέγοντας τον όρο «επέμβαση». Είναι βεβαίως ευρέως αποδεκτό ότι τα γεγονότα που έλαβαν χώρα το 1974 θεωρούνται τόσο ως «επέμβαση» – ή και «εισβολή» (!) για μερικούς από εμάς – όσο και «ειρηνευτική επιχείρηση» για τους Τουρκοκύπριους, όπως ακριβώς και η ιστορία γύρω από την καταστροφή (εθνοαπελευθερωτικός πόλεμος για την τουρκική ιστοριογραφία) της Σμύρνης, το 1922. Προς τι βέβαια η επιλογή λέξεων; Αφενός συνάδει με την «πολιτική ορθότητα» της εποχής. Αφετέρου επισφραγίζεται το γεγονός πως το παιχνίδι των λέξεων που εκτυλίσσεται – όχι μόνο σε διπλωματικό επίπεδο από τις πολιτικές ηγεσίες του τόπου και τα ΜΜΕ- προωθείται μεθοδικά και από ορισμένα Τμήματα του Πανεπιστημίου Κύπρου. Η πληροφόρηση (ή παραπληροφόρηση) του κοινού, ο τρόπος που προωθούνται ορισμένα μηνύματα σε συγκεκριμένους αποδέκτες αποτελούν ανήθικο μέσο πλύσης εγκεφάλου.

Σημείωση 2: Στην πλειοψηφία μας οι νέοι (ηλικίας 20 και άνω), θεωρώ πως δεν έχουμε πρόβλημα στην αλληλεπίδρασή μας με το «Άλλο»[1], ούτε με την ιδέα μιας ενωμένης Κύπρου – της μίας και μόνης Πατρίδας. Παρ’ όλα αυτά η κατασκευή «ενιαίας ταυτότητας» μέσω κρατικής πολιτικής έχει αποδειχτεί ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη διαδικασία. Έχει κυρίως κατηγορηθεί για προσπάθεια δόμησης μίας «κοινής εθνικής ταυτότητας» (ήτοι την «κυπριακή») παρά για καλλιέργεια σεβασμού και αναγνώρισης των ιδιαίτερων διαφορετικών εθνοτικών μας χαρακτηριστικών. Έτσι, κατά συνέπεια το πρόβλημα παραμένει πλανώμενο στον ορίζοντα: ο φόβος της επανεμφάνισης, της επανασυνειδητοποίησης της ξεχωριστής εθνικής ταυτότητας και η δυσλειτουργία που είναι ικανή να προκαλέσει στο επερχόμενο ομοσπονδιακό κράτος.

Σημείωση 3: O πολιτικός – και πολύ συχνά διεφθαρμένος – παράγοντας επισκιάζει τον κοινωνικό, δημιουργώντας, ή καλύτερα δίνοντας συνέχεια στο Κυπριακό Πρόβλημα. Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ καλύτερο παράδειγμα για το πώς η πολιτική αποτελεί ανώτερη δύναμη από την κοινωνία, από τις πρόσφατες δηλώσεις του Μουσταφά Ακιντζί σχετικά με τα γεγονότα του 1974: Λίγες μέρες πριν την 20η Ιουλίου ο Ακιντζί δήλωσε ότι «αυτό που αποκαλείται ειρηνευτική επιχείρηση ήταν ένας πόλεμος, με δύσκολες και απαιτητικές συνθήκες» και ότι «η ελληνοκυπριακή κοινότητα ήταν το μεγαλύτερο θύμα της τραγωδίας του 1974». Στη συνέχεια, μια μέρα μετά την 41η επέτειο της τουρκικής εισβολής/ «επέμβασης» και τις εορταστικές εκδηλώσεις στην κατεχόμενη/ «Βόρεια» Λευκωσία, στην παρουσία του Προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο Ακιντζί αναδιατύπωσε, δηλώνοντας ότι τα γεγονότα του 1974 ήταν «αναπόφευκτα». Η κοινωνία, και δη στην περίπτωση της Κύπρου η «πολυπολυτισμική» κοινωνία, που έχει ήδη υποφέρει από εθνοτικές συγκρούσεις και εισβολές, είναι καταδικασμένη σε δυσλειτουργία και αυτό οφείλεται στο ευρύτερο πολιτικό παιχνίδι που παίζεται στην περιοχή (η πολιτική γεωγραφία, τα γεωστρατηγικά συμφέροντα κλπ). Θεωρώ ότι η σύνδεση είναι αρκετά προφανής. Όταν μια κυβέρνηση (της Τουρκίας) είναι σε θέση να εφαρμόζει ανενόχλητα (άμεσα ή έμμεσα) την πολιτική του πατερναλισμού στην κοινωνία (την τουρκοκυπριακή κοινωνία του «Βορρά») σηματοδοτείται εξάρτηση. Θα παρομοίαζα τον Ακιντζί με κάποιον κατευθυνόμενο δημοσιογράφο που δεν είναι σε θέση να λειτουργήσει ad rem, αφού πιθανότατα αυτό θα οδηγούσε στην απόλυσή του.

Σημείωση 4: Πώς άνθρωποι με ανομοιογενές υπόβαθρο συνυπήρχαν στην υπό βρετανική κατοχή πόλη, χωρίς σοβαρές διενέξεις, μετατράπηκαν σε εχθρούς, οδηγώντας την τελικά στη διχοτόμηση; Είναι πραγματικά αξιοπρόσεκτο άνθρωποι ζουν και αλληλεπιδρούν στην ίδια πόλη, χωρίς πραγματικά να τη μοιράζονται. Ακόμα και μέσω της συνδιαλλαγής που τους προσφέρουν όλες αυτές οι δικοινοτικές εκδηλώσεις καταφέρνουν να μοιραστούν τον «χώρο» της πόλης (the city space) με έννοια συλλογική; Ή μήπως θα πρέπει να εξετάσουμε τη ζωή των πολιτών σε μεγαλύτερο βάθος; Είναι οι συμφιλιωτικές δηλώσεις ή ακόμα και οι απτές χειρονομίες τρόποι – ή σημάδια – επίτευξης ενός κλίματος συλλογικού; Δεν πρέπει να αναλογιστούμε και τα επίπεδα του «mental sharing»;

Και αφού το ένα φέρνει το άλλο, το ζήτημα της «δικαιοσύνης» έχει σειρά. Έχει η ειρήνη ελπίδες ύπαρξης χωρίς δικαιοσύνη; Και τί είναι ειρήνη; Είναι απλώς η απουσία πολέμου ή συγκρούσεων; Δεδομένου ότι το «αντικειμενικό» κάποιου είναι το «αδιανόητο» κάποιου άλλου, και, επομένως, ότι το «αντικειμενικό» είναι «υποκειμενικό», υπάρχει πιθανότητα δίκαιου διακανονισμού μεταξύ δύο συγκρουόμενων/αντιμαχόμενων πλευρών; Ενός διακανονισμού που θα μπορούσε να πληροί τις προσδοκίες και των δύο; Από τη στιγμή που ξεκινά μια σύγκρουση η δικαιοσύνη του ενός γίνεται η αδικία του άλλου. Έχουμε οι άνθρωποι την «πολυτέλεια» να ξεχνάμε; Η γενιά μας, ακόμα κι αν δεν έχει βιώσει συγκρούσεις, γνωρίζει μέσω ιστορικών ή εμπειρικών αφηγήσεων τι συνέβη σε αυτόν τον τόπο. Και εδώ, εμπίπτει ακριβώς το θέμα της εκπαίδευσης στο πλαίσιο της ειρήνης και των συγκρούσεων.

Μια σειρά από περιπτώσεις (Σουδάν, Βοσνία, Κόσοβο, Ινδία…), που αναφέρθηκαν στα πλαίσια του Θερινού Σχολείου, και το συμπέρασμα ότι «η διχοτόμηση δεν είναι λύση» εγείρει περισσότερα ερωτήματα στο μυαλό μου σχετικά με την υπόθεση Κύπρος. Μπορεί ένα ομόσπονδο κράτος να φέρει ή/και να διατηρήσει πραγματική ειρήνη; Είναι η ομόσπονδη δημοκρατία λύση για ένα «ενωμένο» δικοινοτικό νησί; Και δεν είναι η εφαρμογή της πολυπόθητης ΔΔΟ ένα είδος διχοτόμησης κατά μία έννοια; Δικοινοτική Διζωνική Ομοσπονδία. Ειρωνεία˙ να μιλάμε για την ενοποίηση ενός κράτους μέσω του μονόδρομου μίας τέτοιας «λύσης», χωρίς εναλλακτικές. Και τί θα γίνει με τα «σύνορα», τόσο τα υπαρκτά, όσο και τα ανύπαρκτα, τα φανταστικά του ανθρώπινου νου; Μήπως θα πάψουν να υπάρχουν; Ή απλά θα εξαϋλωθούν μόλις η Μεγαλόνησος σταυρωθεί και έπειτα «αναστηθεί» ως Δικοινοτική Διζωνική Ομοσπονδία;

Αυτές, οι επίμονες σκέψεις σχετικά με την υπόθεση Κύπρος συνοδεύονται πάντοτε από μια βαθιά λαχτάρα για εξεύρεση απαντήσεων – απαντήσεων που θα με πληρούν και δεν θα έχουν ουτοπική υφή. Δύσκολο…

[1] Στην παρούσα αναφορά ως «Άλλο» εννοούμε την τ/κ μειονότητα, την οποία εσφαλμένα η κρατική προπαγάνδα προσπαθεί να ορίσει ως κάτι διαφορετικό και ξεχωριστό «Άλλο» από την κοινωνία μας.

Top