Του Αλέκου Μιχαηλίδη
Η τέχνη μου έζησε παράξενες στιγμές, και από δίκιο ξέρει,
τα κίνητρά του δεν ήταν ταπεινά, τον βλέπω σε αργές στροφές.
Σαν μια Θεότητα που λύει τον πανικό της και διαστέλλεται ξεσπώντας,
στ’ ανυποψίαστα μπουλούκια του γλεντιού, που βιάζουν το άσυλό της.
Δ. ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ
55.000 πρόσφυγες θα επέστρεφαν στις κλεμμένες εστίες τους (υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση) αν ο Πρόεδρος Αναστασιάδης παρασυρόταν από τις «άηχες» και «άτολμες» ιαχές των 120 ε/κ και τ/κ οργανώσεων (μαζεμένες στο νεκρό γήπεδο της Τσετίν Καγιά στη Λευκωσία) και δεχόταν τις παραληρηματικές αξιώσεις του Μουσταφά Ακιντζί και της κατοχικής Τουρκίας. Ίσως τότε να μην τρόμαζαν κάποιοι από το «ναυάγιο» του Μοντ Πελεράν, αλλά να τρομάζαμε εμείς, βλέποντας την «τελική λύση», σκιτσαρισμένη (με ή χωρίς χάρτες) από την τουρκική πλευρά.
Όπως και να ’χει, σφίγγοντας για λίγο τις γροθιές μας, επιμένουμε πως το Κυπριακό δεν μπορεί να μείνει άλυτο. Και δεν μπορεί να μείνει άλυτο (προς Θεού), όχι για να εξυπηρετηθούν οι ανέραστες ονειρώξεις των οπαδών της «όποιας λύσης» που βασανίζουν τα περιστέρια στα σκλαβωμένα τους πάρτυ ούτε για να κερδίσει το στοίχημα που έβαλε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (είτε με τον εαυτό του είτε με τον Τορναρίτη) περί της «λύσης», μα επειδή αυτός ο τόπος και αυτός ο λαός έχουν δικαίωμα να ζήσουν σε συνθήκες Ελευθερίας, Δημοκρατίας και, σαφώς, Δικαιοσύνης. Αλλά, ακριβώς εξαιτίας των πιο πάνω εννοιών, δεν μπορεί το Κυπριακό να αντιμετωπίζεται τόσο επιπόλαια, ακόμα και από την ηγεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, διότι θα τελματώνεται (όπως χτες) σε ελβετικά πεντάστερα ξενοδοχεία, ωσάν να πρόκειται για ταξίδι νιόπαντρων που γνωρίστηκαν σε τυφλό ραντεβού.
Χθες, ο Μουσταφά Ακιντζί (χωρίς μάλλον να μάθει για το «συλλαλητήριο» της νεκρής ζώνης) είτε του τράβηξε είτε όχι το αυτί η Άγκυρα και ο αφέντης Ερντογάν, έδειξε, αφήνοντας εκτεθειμένους τους ακόμα υπαρκτούς Ελληνοκύπριους (και Τουρκοκύπριους;) οπαδούς του, πως οι αξιώσεις «του» είναι εκείνες που καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την όποια διευθέτηση (επαναφέροντας ακόμα και το τουρκικών συμφερόντων σχέδιο Ανάν) και όχι οι «απορριπτικοί» και «αδιάλλακτοι» Ελληνοκύπριοι, οι οποίοι στο κάτω κάτω έχουν κάθε δικαίωμα να είναι σκληροί και να απαιτούν τα δέοντα. Έδειξε, επίσης, ο εκπρόσωπος της κατοχής στο Μοντ Πελεράν, πως όσο καλό και αν ήταν το κλίμα (εκτός κι αν επρόκειτο για επικοινωνιακό παιχνίδι), τα κεφάλαια του Κυπριακού είναι πολύ σημαντικά και σύνθετα για να «ρίχνονται» στη ρουλέτα των «περιστεριών» και των «Σπιτιών της Συνεργασίας».
Παράλληλα, φάνηκε χθες (και γενικά αυτές τις μέρες) πως αν η επίσημη Αθήνα συνέλθει και αναλάβει επιτέλους τις ευθύνες της, μπορεί να προσφέρει τα μέγιστα και να βοηθήσει ούτως ώστε να μπουν τα πράγματα στη θέση της. Κι ας της επιρρίπτουν ευθύνες για το «ναυάγιο». Οφείλει να ανταπεξέλθει, έστω και τόσο αργά, ξεκαθαρίζοντας το τοπίο όσον αφορά τα εγκλήματα της Τουρκίας και τις επιθετικές της πρακτικές. Αν δε παρασυρθεί από τον ίδιο τον νεοσουλτάνο Ταγίπ Ερντογάν και υποχωρήσει στα θέματα της ασφάλειας και των εγγυήσεων (μιλώντας είτε για τον πρωθυπουργό είτε για τον Υπουργό Εξωτερικών) θα καταστεί (ξανά) εκκωφαντικά απούσα και κατώτερη των περιστάσεων και θα προσφέρει τελικά στη νομιμοποίηση των εγκλημάτων της Τουρκίας, στον εποικισμό, στην εθνοκάθαρση.
Απεδείχθη, λοιπόν, ότι η Τουρκία δεν θέλει λύση, τελεία και παύλα. Ούτε ο «γοητευτικός» κύριος Ακιντζί. Θέλουν (και απαιτούν) τον «οδυνηρό συμβιβασμό» των Ελληνοκυπρίων για να κυριαρχήσουν (νόμιμα πια) στον βορρά και να συγκυριαρχήσουν στον νότο. Θέλουν να αναβαθμίσουν το ψευδοκράτους τους, να νομιμοποιήσουν τα εγκλήματά τους, την εισβολή και την κατοχή. Θέλουν (το έκαναν εν μέρει) να διασύρουν την Κυπριακή Δημοκρατία, τη νομιμότητα δηλαδή, ούτως ώστε να «μετεξελιχθούν» από κατακτητές σε εταίρους και αφέντες τελικά. Αλλιώς, θα παρουσίαζαν μια διαλλακτικότητα (έστω στο Μοντ Πελεράν), δεν θα συνέχιζαν να αξιώνουν τις εγγυήσεις, δεν θα κατηγορούσαν την Ελλάδα και τους Ελληνοκύπριους για μαξιμαλισμό. Ποιοί; Οι Τούρκοι. Θα συζητούσαν για την πραγματική ειρήνη, για την επιστροφή περισσοτέρων (έστω) προσφύγων, βγάζοντας τα «ειρηνιστικά» προσωπεία και τις μάσκες. Η Τουρκία, όμως, είναι Τουρκία και η κατοχή κατοχή. Η δική μας ηγεσία έχει τις δυνάμεις και τη θέληση να στηρίξει τα δίκαια του κυπριακού Ελληνισμού; Έχει σχέδιο Β’; Τολμά να αντισταθεί συνειδητά στην τουρκική βουλιμία «σαν μια Θεότητα που λύει τον πανικό της και διαστέλλεται ξεσπώντας» ή προτιμά να παρακολουθεί «τηλεοπτικά» το παιχνίδι του συμβιβασμού, στηριζόμενη σε νεκρά «συμφωνηθέντα πλαίσια» κι ας απεδείχθη σκοτεινός ο δρόμος που χάραξαν οι ηγεσίες του τόπου, ο δρόμος της ήττας; Αν προτιμά, πάντως, να διασύρεται σε βρώμικα τουρκικά παιχνίδια από τους μελλοντικούς της «συνεταίρους», καλύτερα να αποχωρήσει. Ούτως ή άλλως, η κατοχή συνεχίζεται και «αντάρτης, κλέφτης, παλληκάρι, πάντα είν’ ο ίδιος ο λαός». Ιδού η Ρόδος…
«Το ζήτημα πια έχει τεθεί:
Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε
όπως αυτός ο δραπέτης
ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο
απέναντί τους».
Υ.Γ.: Όσο για εκείνους που τα έβαψαν μαύρα και με μαύρα μάτια, άφωνοι (έχασαν τη φωνή τους στο γήπεδο της Τσετίν Καγιά) και ανέραστοι, αποφάσισαν να κατηγορήσουν την Ελλάδα γιατί δήθεν «ναυάγησαν» οι συνομιλίες (ενώ το μόνο που ζητούν είναι την αποδοχή των τουρκικών κόκκινων γραμμών βασικά) αφενός ας μην προτρέχουν. Αφετέρου, ας αφουγκραστούν τη συμβουλή του ποιητή: «Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως την θέλεις / τούτο προσπάθησε τουλάχιστον, όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις / μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες».